απόλιγο

απόλιγο
κ. -λίγο κ. -λιγού (Μ ἀπόλιγο[ν]) επίρρ.
1. λίγο -λίγο
2. λίγο, ελάχιστα
3. κατά αραιά διαστήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”